ὀργιαστικός

ὀργιάω-ῶ

ὀργίζω
ὀργιάω-ῶ :
1 c. ὀργιάζω (part. prés. masc. pl. épq. ὀργιόωντες) Man. 4, 229 ||
2 c. ὀργίζομαι, Man. 1, 260.