ὀριγνάομαι-ῶμαι

ὀριδρόμος

ὁρίζω
ὀρι·δρόμος, ου (ὁ, ἡ) qui court à travers les montagnes, Nonn. D. 5, 229.
Étym. ὄρος, δραμεῖν.