Ὀρνειαί

ὀρνεόϐρωτος

ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεό·ϐρωτος, ος, ον, mangé par les oiseaux, Chrys. 7, 275.
Étym. ὄρνεον, βιϐρώσκω.