ὄρνεον

ὀρνεοπάτακτος

ὀρνεοτρόφος
ὀρνεο·πάτακτος, ος, ον [πᾰ] déchiré par les oiseaux, Chrys. 8, 83.
Étym. ὄρνεον, πατάσσω.