ὀρνίθιον

ὀρνιθοϐοσκεῖον

ὀρνιθόγαλον
ὀρνιθο·ϐοσκεῖον, ου (τὸ) [ῑθ] basse-cour, poulailler, Varr. R.R. 3, 9, 2.
Étym. ὄρνις, βόσκω.