ὀρνιθοϐοσκεῖον

ὀρνιθόγαλον

ὀρνιθογενής
ὀρνιθό·γαλον, ου (τὸ) [ῑᾰ] ornithogale, plante, Diosc. 2, 174.
Étym. ὄρνις, γάλα.