ὀρνιθοθηρευτική

ὀρνιθοκάπηλος

ὀρνιθοκόμος
ὀρνιθο·κάπηλος, ου () [ῑᾰ] marchand d’oiseaux, oiseleur, Critias (Poll. 7, 197).
Étym. ὄρνις, κάπηλος.