ὀρνιθομανέω-ῶ

ὀρνιθομανής

ὀρνιθομαντεία
ὀρνιθο·μανής, ής, ές [ῑᾰ] passionné pour les oiseaux, Ath. 464d.
Étym. ὄρνις, μαίνομαι.