ὀρνιθομανής

ὀρνιθομαντεία

ὀρνιθόμορφος
ὀρνιθο·μαντεία, ας () prédiction d’après le vol ou le cri des oiseaux, Procl. Hes. O. 824.
Étym. ὄρνις, μαντεία.