ὀρνιθοφάγος

ὀρνιθοφυής

ὀρνιθόω-ῶ
ὀρνιθο·φυής, ής, ές [] qui est de la nature ou qui a la forme d’un oiseau, Ath. 491d.
Étym. ὄρνις, φύω.