ὀρνιθοτρόφος

ὀρνιθοφάγος

ὀρνιθοφυής
ὀρνιθο·φάγος, ος, ον [ῑᾰ] qui mange des oiseaux, particul. des poules, Arstt. H.A. 9, 6, 11.
Étym. ὄρνις, φαγεῖν.