ὀρφανίζω

ὀρφανικός

ὀρφάνιος
ὀρφανικός, ή, όν []
1 d’orphelin, qui concerne les orphelins, Plat. Leg. 922a, etc. ; Arstt. Pol. 2, 8 ; ἦμαρ ὀρφ. Il. 22, 490, jour qui fait un orphelin ||
2 orphelin, Il. 6, 432 ; 11, 394.
Étym. ὀρφανός.