Ὀρφεύς

ὀρφεωτελεστής

Ὄρφης
ὀρφεω·τελεστής, οῦ () c. ὀρφεοτελεστής, Plut. Apophth. lac. Leotych. 3.
Étym. Ὀρφεύς, τ.