ὄρθιος

ὀρθοάκανθος

ὀρθοϐατέω-ῶ
ὀρθο·άκανθος, ος, ον [ᾰκ] à épines droites, Th. C.P. 3, 18, 11 (var. ὀρθάκανθος).
Étym. ὀρθός, ἄκανθα.