ὀρθοκάθεδρος

ὀρθοκάλαμος

ὀρθοκάρηνος
ὀρθο·κάλαμος, ος, ον [ᾰᾰ] à tige droite, Diosc. Noth. p. 461.
Étym. ὀ. κάλαμος.