Ὀρθοκορυϐάντιοι

ὀρθοκόρυδος

ὀρθόκραιρος
ὀρθο·κόρυδος ou ὀρθο·κόρυζος, ου () alouette huppée, fig. Alciphr. 3, 48.
Étym. ὀ. κόρυδος.