ὀρτυγοκοπέω-ῶ

ὀρτυγοκόπος

ὀρτυγομανία
ὀρτυγο·κόπος, ου () [] qui s’amuse à battre des cailles, d’où jeune désœuvré, Plat. com. (Ath. 506d) (v. ὀρτυγοκοπέω).
Étym. ὄρτυξ, κόπτω.