ὀρτυγοκόπος

ὀρτυγομανία

ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγο·μανία, ας () [ῠμᾰ] passion pour les cailles, Chrysipp. (Ath. 464d).
Étym. ὄρτυξ, μανία.