ὄσφρανσις

ὀσφραντήριος

ὀσφραντικός
ὀσφραντήριος, α, ον :
1 doué d’un bon odorat, ou simpl. qui sent, Ar. Ran. 893 ||
2 odorant, d’où subst. τὸ ὀσφραντήριον (s. e. φάρμακον) Méd. objet ou remède odorant.
Étym. ὀσφραίνω.