ὀσφραντός

ὀσφράομαι-ῶμαι

ὀσφρασία
ὀσφράομαι-ῶμαι, c. ὀσφραίνομαι, v. ὀσφραίνω, Paus. 9, 21, 3 ; Luc. Pisc. 48 ; Phil. 1, 617.