ὀσφράομαι-ῶμαι

ὀσφρασία

ὄσφρησις
ὀσφρασία, ας () [ᾱσ] c. ὄσφρανσις, Spt. Hos. 7 ; Arr. Epict. 1, 20, 8.
Étym. var. ὀσφρήσει.