ὀστέϊνος

ὀστεογενής

ὀστεόκολλον
ὀστεο·γενής, ής, ές, engendré par les os ; subst. τὸ ὀστεογενές, Plat. (Arstt. Top. 6, 2, 4) la moelle des os.
Étym. ὀστέον, γίγνομαι.