ὀστράκινος

ὀστράκιον

ὀστρακίς
ὀστράκιον, ου (τὸ) [ᾰῐ] petite coquille, coquillage, écaille, Arstt. H.A. 4, 4 ; Str. 823.
Étym. ὄστρακον.