ὀστρακισμός

ὀστρακίτης

ὀστρακῖτις
ὀστρακίτης, ου [ᾰῑ] adj. m. semblable à de la terre cuite ; subst. ὁ ὀστρ. :
1 (s. e. πλακοῦς) sorte de gâteau, Ath. 647f ||
2 λίθος, Diosc. 5, 165, ostracite, pierre ou p.-ê. os de seiche.
Étym. ὄστρακον.