ὀστρακῖτις

ὀστρακόδερμος

ὀστρακόεις
ὀστρακό·δερμος, ος, ον [] qui a une écaille en guise de peau, Batr. 297 ; Arstt. H.A. 5, 10, etc.
Étym. ὄστρακον, δέρμα.