ὀστρακόρινος

ὀστρακοφορία

ὀστρακόχροος-ους
ὀστρακο·φορία, ας () [ᾰκ] action de voter sur une coquille, c. à d. dans une condamnation par ostracisme, Arstt. fr. 396 ; Plut. Alc. 13.
Étym. ὄ. -φορος de φέρω.