ὀστρακοποιός

ὀστρακόρινος

ὀστρακοφορία
ὀστρακό·ρινος, p. nécess. prosod. p. *ὀστρακό·ρρινος, ος, ον [ᾰῑ] qui a une écaille en guise de cuir, Opp. H. 1, 313 ; 5, 589.
Étym. ὄ. ῥινός.