οὐδαμῇ

οὐδαμινός

οὐδαμόθεν
οὐδαμινός, ή, όν [ᾰῐ] de rien, sans valeur, Jos. A.J. 17, 2, 4 ||
Cp. irrég. οὐδαμινέστερος, Chrys. 9, 614 Migne.
Étym. οὐδαμός.