Οὐρανιῶναι

οὐρανοϐατέω-ῶ

οὐρανογνώμων
οὐρανο·ϐατέω-ῶ [ᾰᾰ] réc. monter au ciel, Chrys. 5, 528.
Étym. οὐρανός, βατός.