οὐρανοϐατέω-ῶ

οὐρανογνώμων

οὐρανογραφία
οὐρανο·γνώμων, gén. ονος (ὁ, ἡ) [] qui connaît le ciel, astronome, Luc. Ic. 5.
Étym. οὐρ. γιγνώσκω.