οὐρανοπετής

οὐρανόπλαγκτος

οὐρανοποιΐα
οὐρανό·πλαγκτος, ος, ον [] qui erre à travers le ciel, Orph. H. 20, 1 ; Man. 4, 623.
Étym. οὐρ. πλαγκτός.