οὐρανόπαις

οὐρανοπετής

οὐρανόπλαγκτος
οὐρανο·πετής, ής, ές [] tombé du ciel, Empéd. (Plut. M. 830f) ; Plut. M. 870c.
Étym. οὐρ. πίπτω.