οὐρανόθεν

οὐρανόθι

οὐρανοκλῖμαξ
οὐρανόθι [] adv. dans le ciel ; οὐρανόθι πρό, Il. 3, 3, en avant du ciel (cf. Ἰλιόθι πρό et ἠῶθι πρό).
Étym. οὐρ. -θι.