Οὐσίπαι

οὐσιώδης

οὐσίωσις
οὐσιώδης, ης, ες, essentiel, substantiel, Plut. M. 1085d ||
Cp. -έστερος, Plot. Enn. 1242, 8.
Étym. οὐσία, -ωδης.