Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀξύγοος
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυ·γράφος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui écrit vite,
Spt.
Ps.
44, 2 ;
Phil.
2, 363
.
Étym.
ὀ. γράφω
;
cf.
ταχυγράφος
.