ὀξυγράφος

ὀξυγώνιος

ὀξυγωνιότης
ὀξυ·γώνιος, ος, ον [] à angles aigus, Eucl. Elem. 1, def. 21 ; Theol. p. 15d ||
Sup. -ώτατος, Arstt. Cæl. 8.
Étym. ὀ. γωνία.