Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀξύκερως
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκινησία,
ας
(
ἡ
) [
ῠκῑ
] vivacité de mouvement,
Eum.
p. 46
.
Étym.
ὀξυκίνητος
.