Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξύκομος
ὀξυ·κίνητος,
ος, ον
[
ῠῑ
] qui se meut vivement,
Luc.
Abd.
28
.
Étym.
ὀ. κινητός
.