ὀξυμάθεια

ὀξύμελι

ὀξυμελίκρατον
ὀξύ·μελι, ιτος (τὸ) [ῠῐτ] oxymel, mélange de miel et de vinaigre, Hpc. 393, 43, etc. ; Lys. (Ath. 67f).
Étym. ὀ. μέλι.