ὀξύμελι

ὀξυμελίκρατον

ὀξυμέριμνος
ὀξυμελί·κρατον, ion. ὀξυμελίκρητον, ου (τὸ) c. le préc. Hpc. 416, 3.
Étym. ὀ. *κρητός, ion. c. κρατός.