Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παχυκάλαμος
παχυκάρδιος
παχύκαυλος
παχυ·κάρδιος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] au cœur grossier,
Chrys.
Étym.
π. καρδία
.