Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχυκάρδιος
παχυ·κάλαμος,
ος, ον
[
ᾰῠᾰᾰ
] à la tige épaisse,
Th.
C.P.
3, 21, 2
.
Étym.
π. κάλαμος
.