παχύδερμος

παχύθριξ

παχυκάλαμος
παχύ·θριξ, gén. -τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰῐχ] aux cheveux épais ou au poil touffu, Arstt. G.A. 5, 3, 10, au cp. -τριχώτερος.
Étym. π. θρίξ.