παιγνιώδης

παιδαγωγεῖον

παιδαγωγέω-ῶ
παιδαγωγεῖον, ου (τὸ) [ᾰγ]
1 antichambre d’une école, Dém. 313, 12 ||
2 postér. école, Plut. Pomp. 6.
Étym. παιδαγωγός.