παιδοτριϐέω-ῶ

παιδοτρίϐης

παιδοτριϐία
παιδο·τρίϐης, ου () []
1 maître de gymnastique pour les enfants, Ar. Nub. 973 ; Plat. Prot. 312b ||
2 c. παιδεραστής, Anth. 12, 34.
Étym. π. τρίϐω.