παιδοτρίϐης

παιδοτριϐία

παιδοτριϐικός
παιδοτριϐία, ας () [ῐϐ] art du maître de gymnastique ou p. ext. du précepteur, Archipp. (Poll. 3, 154, vulg. ; conj. -εία).
Étym. παιδοτρίϐης.