παλαισμοσύνη

παλαισταγὴς οἶνος

παλαιστέω-ῶ
παλαι·σταγὴς οἶνος () vin qui dégoutte depuis longtemps, c. à d. vieux, Nic. Th. 591.
Étym. πάλαι, στάζω.