πάλαισμα

παλαισμοσύνη

παλαισταγὴς οἶνος
παλαισμοσύνη, ης () [] art de lutter, lutte, Il. 23, 701 ; Od. 8, 103, 126 (var. παλαιμοσύνη) ; A. Pl. 1, 2.
Étym. παλαίω.