παλίγγλωσσος

παλίγγναμπτος

παλιγκαπηλεύω
παλίγ·γναμπτος, ος, ον [πᾰ] recourbé, Opp. C. 2, 305 ; H. 1, 54 ; Triphiod. 523.
Étym. π. vb. de γνάμπτω.