Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλίνστρεπτος
παλινστρόϐητος
παλίνστροφος
παλιν·στρόϐητος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui tourne et retourne,
Lyc.
739
.
Étym.
π. στροϐέω
.